- χοντράνθρωπος
- οο άξεστος άνθρωπος, ο χωριάτης, ο αγροίκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοντράνθρωπος — ο, Ν άνθρωπος χυδαίος και άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + άνθρωπος (πρβλ. παλι άνθρωπος)] … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek
χοντρανθρωπιά — η, Ν [χοντράνθρωπος] η ιδιότητα ή η πράξη τού χοντράνθρωπου, βαναυσότητα, άξεστη συμπεριφορά … Dictionary of Greek
χοντρογάιδαρος — ο, Ν άνθρωπος αγροίκος, άξεστος, χοντράνθρωπος … Dictionary of Greek
γαϊδουράνθρωπος — ο αναιδής, άξεστος, χυδαίος, χοντράνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)